Werewolf S06 Kibitz Garden

NOTICE
Because the prisoners are getting restless, no more written messages will be left.
You are free to rattle your ghost chains, whisper in their hair, move things poltergeist style etc.

3 Likes

Welcome to the plain of Asphodelos! The sulking-corner is over here, the brooding-valley is over there, that guy yonder is my buddy Charon, he tells great jokes. Want some blood-cookies?

4 Likes

lol well recieved…

I was hoping that my 2 clues especially when I broke it down in Latin for them would be enough. As I said I thought I was with men of wit and courage! Lol…

It was a fun game and interesting set up. As someone who appreciates History and has read a lot “Byzantine Hx” it was especially fun. I did not wish to simply come out and say I was a seer. I figured people would have translated my Greek biblical quotation or at least the latin and get the clue. I have only played this game in person and it definitely has a different feel. You can communicate in so many other ways. And there is such an energy as people argue in person. And laugh!

But it was fun and very different from GO and to all those who I was harsh to in the game remember it was a game an act!

Pax et Bonum!

3 Likes

Oh and I wonder know that they have realized I am the seer will they vote out Ruby who is an assassin…

my death should show them at least one innocent and one assassin…

1 Like

ED for night 4
@discobot roll 7d7

Vsotvep it is

:game_die: 5, 2, 6, 3, 3, 7, 7

No decision from the Assassins.

I wonder if the prisoners will go down the Coward/ Smuggler route anyway.

—There, there, dear friend Erastos ( @Sanonius ). There’s no need to be sarcastic to the newcomers. I abandoned my ire to the gods several decades ago. I think your knowledge of the sacred texts maybe what we need to finally leave this prison, from which not even death could spare us.

—Ah, the Nameless Stalker of Darkness ( @Nghtstalker ), you hid your sight in plain sight hahaha! I hadn’t seen that trick in one hundred and fifty years. I think your comrades will believe you now, though you seem to have unwittingly exculpated the very one that might turn his back on the blind Emperor, we shall see…

—We have reached the II Act of this play: the twist. How exciting! And whether they think their little contraband protected them, the chaos will all be the same. Oops, excuse my puny humor…

5 Likes

I was not being that sarcastic! I spent my life worrying about whether I would attain some paradise or eternal torments. This here, whatever this is, is not much duller than a Coptic coenobium on a wednesday morning. It could be worse.

Lol, I was tempted to just say I am the seer. But it was more fun this way. : ))

Hopefully they will learn something. I should being seeing Ruby here soon. : ))

2 Likes

Welcome @RubyMineshaft to the afterlife.

How do you feel about your earthly sins?

I’ve also invited @Haze_with_a_Z in case they want to participate in the discussion, the thread will be made public in the end of the game anyway.

1 Like

I messed that up. Let’s see if Claire is able to turn it around. :sweat_smile:

3 Likes

Not much you can do when the seer calls you out. Pretty good for you that the seer was voted first!

1 Like

Indeed! Lol,

Interlude:

For some reason the lyrics of this song have been on my mind all day since yesterday (although I know the poem, if I ever heard it sang I must have been too young to remember it).
We were taught this at school, but I also know it through oral tradition.
It’s a folk song dating back at 9th century AD or thereabouts.
It is not needed for our game. :slight_smile:

*Translation works approximately enough.
Trigger Warning: It’s a bit dark.

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
-Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
-Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
-Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
-Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

1 Like

ED for night 5
@discobot roll 5d5

Oh it’s Claire again. And with the day’s events, oh boy.

:game_die: 1, 4, 4, 5, 4